- κιθαραοιδός
- κῐθαρ-ᾰοιδός, ὁ, poet. un[var] contr. form of κιθαρῳδός: [comp] Sup. -ότατος Ar.V.1278, Eup.293:—late [dialect] Boeot. [full] κιθαραϝυδός IG7.3195.19 (Orchom.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιθαραοιδός — και βοιωτ. τ. κιθαραFυδός, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) κιθαρωδός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα + ἀοιδός] … Dictionary of Greek
κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… … Dictionary of Greek
κιθαρωδός — ό, ἡ (Α κιθαρωδός, ὁ, ἡ, ποιητ. τ. κιθαραοιδός, θηλ. και κιθαρωδίστρια) αυτός που παίζει κιθάρα και ταυτοχρόνως τραγουδά («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῑς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ) αρχ. είδος ψαριού τής Ερυθράς Θάλασσας, κίθαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek